- καυτηρίου
- καυτήριονbranding ironneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτρακτος — η (Α ἄτρακτος) 1. αδράχτι 2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού νεοελλ. το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek